- ετερόζυγος
- -η, -ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, -ον)1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινήςνεοελλ.ετεροβαρής, άδικοςμσν.συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένοςαρχ.1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός2. γραμμ. σχηματισμένος διαφορετικά ως προς την κλίση, ετερόκλιτος.επίρρ...ἑτεροζύγως (Α)1. κατά διαφορετική κλίση τής γραμματικής2. διαφορετικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + ζυγός].
Dictionary of Greek. 2013.